μακεδονικός

μακεδονικός
Συρτός χορός που χορεύεται κυρίως στην περιοχή της Πυλαίας και είναι γνωστός και ως χορός των Καπουτζήδων. Χορευτές και χορεύτριες σχηματίζουν ανοιχτό κύκλο με το μέτωπο προς το κέντρο και τα πόδια σε στάση προσοχής· τα χέρια συνδέονται από τον καρπό. Ο ρυθμός της μουσικής είναι παρόμοιος με εκείνον του καλαματιανού (7/8) και τα βήματα καθώς και η μελωδία, καλύπτουν 10 μέτρα, σε δύο μουσικά θέματα. Το πρώτο μέρος σε 4 μέτρα, με επανάληψη, αποτελείται από 12 βήματα· το δεύτερο μέρος, σε 6 μέτρα, αποτελείται από 18 βήματα. Από αυτά, τα 12 αντιστοιχούν με τα 12 της πρώτης στροφής και τα 6 αποτελούν επανάληψη των βημάτων 7-12. Κατά τα βήματα 8-12 τα χέρια όλων, όπως είναι συνδεδεμένα, υψώνονται σε λοξή ανάταση, με χαλαρούς τους αγκώνες. Η δεύτερη στροφή χορεύεται με τον ίδιο τρόπο, όπως και η πρώτη και με το ίδιο πιάσιμο των χεριών. Άλλοι μ. χοροί είναι ο Πάρταλος ή καπουτζηδιανός, η Γερακίνα, γυναικείος χορός της Νιγρίτας, η Γκάιντα της περιοχής Γιδά, ο Πηδηχτός μ., ο Άι βασιλιάτικος, χορός αποκριάτικος της Σιάτιστας κ.ά.
* * *
-ή, -ό (AM μακεδονικός, -ή, -ον) [Μακεδόνες]
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη Μακεδονία ή στους Μακεδόνες ή αυτός που προέρχεται από τη Μακεδονία (α. «μακεδονική διάλεκτος» β. «τὸ Μακεδονικὸν στράτευμα», Ξεν.)
νεοελλ.
1. (το θηλ. και το ουδ. πληθ. ως ουσ.) η Μακεδονική και τα Μακεδονικά
η διάλεκτος τών Μακεδόνων
2. φρ. α) «μακεδονικός αγώνας» — ο ένοπλος αμυντικός αγώνας τών Ελλήνων εναντίον τών βουλγαρικών συμμοριών που δρούσαν στη Μακεδονία πριν από την απελευθέρωσή της από τον τουρκικό ζυγό
β) «μακεδονικό κομιτάτο» — βουλγαρική οργάνωση που έδρασε τρομοκρατικά εναντίον τών Ελλήνων στη Μακεδονία στις αρχές τού αιώνα μας
αρχ.
το ουδ. ως ουσ. τo μακεδονικόν
ονομασία φαρμάκου.
επίρρ...
μακεδονικώς (Α μακεδονικῶς)
με μακεδονικό τρόπο, σύμφωνα με τα ήθη και τα έθιμα τών Μακεδόνων.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • Μακεδονικός — masc nom sg Μακεδών masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μακεδονικός — ή, ό αυτός που αναφέρεται ή ανήκει ή προέρχεται από τη Μακεδονία: Οι μακεδονικοί τάφοι της Βεργίνας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Μακεδονικός αγώνας — Βλ. λ. Μακεδονία (Ιστορία) …   Dictionary of Greek

  • Μακεδονικά — Μακεδονικός neut nom/voc/acc pl Μακεδονικά̱ , Μακεδονικός fem nom/voc/acc dual Μακεδονικά̱ , Μακεδονικός fem nom/voc sg (doric aeolic) Μακεδών neut nom/voc/acc pl Μακεδονικά̱ , Μακεδών fem nom/voc/acc dual Μακεδονικά̱ , Μακεδών fem nom/voc sg… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Μακεδονικῶν — Μακεδονικός fem gen pl Μακεδονικός masc/neut gen pl Μακεδών fem gen pl Μακεδών masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Μακεδονικόν — Μακεδονικός masc acc sg Μακεδονικός neut nom/voc/acc sg Μακεδών masc acc sg Μακεδών neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Μακεδονικαῖς — Μακεδονικός fem dat pl Μακεδών fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Μακεδονικαί — Μακεδονικός fem nom/voc pl Μακεδών fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Μακεδονικοῖς — Μακεδονικός masc/neut dat pl Μακεδών masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Μακεδονικοί — Μακεδονικός masc nom/voc pl Μακεδών masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”